- ψωροπερήφανος
- -η, -ο, Νφτωχός που υπερηφανεύεται, που είναι φαντασμένος, και ακατάδεχτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + (υ)περήφανος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψωροπερήφανος — η, ο φτωχός και περήφανος συνάμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφροφαντασμένος — η, ο όποιος είναι φαντασμένος εξαιτίας τής αλαφρομυαλιάς του, ο ψωροπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + φαντασμένος < φαντάζω] … Dictionary of Greek
κασίδης — και κασσσίδης και κατσίδης, ο θηλ. κασ(σ)ίδισσα και κασ(σ)ιδού 1. αυτός που πάσχει από κασίδα, κασιδιάρης 2. συνεκδ. φαλακρός 3. μτφ. ψωροπερήφανος, ακατάδεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασίδα + κατάλ. ης] … Dictionary of Greek
κασιδιάρης — I Ονομασία δύο βουνών. 1. Βουνό (υψόμ. 1.011 μ.) της Θεσσαλίας. Βρίσκεται στα όρια των νομών Λαρίσης και Φθιώτιδος. Ονομάζεται και Ναρθάκι. 2. Βουνό (υψόμ. 1.329 μ.) του νομού Ιωαννίνων. Ονομάζεται και Σούτιστα. II Οικισμός (41 κάτ.) του νομού… … Dictionary of Greek
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek
ξυλοπερήφανος — η, ο (για πρόσ.) αλαζών, ψωροπερήφανος … Dictionary of Greek
πτωχαλαζονεία — η, Ν [πτωχαλαζόνας] η ιδιότητα τού πτωχαλαζόνα, το να είναι κανείς ψωροπερήφανος … Dictionary of Greek
πτωχαλαζόνας — ο / πτωχαλαζών, όνος, ΝΑ φτωχός που υπερηφανεύεται, ψωροπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + ἀλαζών] … Dictionary of Greek
πτωχόκομπος — ὁ, Μ πτωχαλαζόνας, ψωροπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κόμπος (Ι) «κομπασμός» (πρβλ. ματαιό κομπος)] … Dictionary of Greek
φτωχοπερήφανος — η, ο, Ν 1. άνθρωπος φτωχός αλλά περήφανος 2. (με αρνητική σημ.) ψωροπερήφανος … Dictionary of Greek